σχενδύλη

σχενδύλη
σχενδυλάω
a ship-carpenter's and blacksmith's tool
pres imperat act 2nd sg (doric)
σχενδυλάω
a ship-carpenter's and blacksmith's tool
pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic)
σχενδυλάω
a ship-carpenter's and blacksmith's tool
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σχενδύλη — η, ΝΑ βλ. σχένδυλα …   Dictionary of Greek

  • σχενδυλόληπτοι — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἐσχενδυλῆσθαι ἔλεγον τοὺς ἐν τοῑς ταύροις ἀπὸ τοῡ χαλκευτικού ὀργάνου, ὃ σχενδύλη λέγεται». [ΕΤΥΜΟΛ. < σχενδύλη «λαβίδα» + ληπτός (< λαμβάνω), πρβλ. πυρί ληπτος] …   Dictionary of Greek

  • σκενδύλιον — τὸ, Α λαβίδα («ὥστε δίχηλον γενέσθαι καθάπερ τῶν λεγομένων σκενδυλίων», Ήρων). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκενδύλη, αχρ. τ. τού σχενδύλη «λαβίδα»] …   Dictionary of Greek

  • σχένδυλα — και σχενδύλη, η, ΝΑ νεοελλ. είδος μικρού συνδήκτορα, μικρής μέγγενης για τη συγκράτηση μικρών αντικειμένων αρχ. πιθ. είδος λαβίδας, τανάλιας. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. με επίθημα ύλη (πρβλ. κορδ ύλη). Το δασύ ουρανικό σύμφωνο τού τ …   Dictionary of Greek

  • σχενδυλώ — άω, Α [σχενδύλη] παίρνω κάτι με τη λαβίδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”